- τουρκεύω
- αμετ.1) отуречиваться; становиться турком; 2) перен. приходить в ярость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τουρκεύω — Ν [Τούρκος] 1. γίνομαι Τούρκος, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζομαι, εκτουρκίζομαι 2. (μτβ.) εξαναγκάζω κάποιον να προσχωρήσει στον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζω 3. (για χώρα ή πόλη) κυριεύομαι από τους Τούρκους 4. μτφ. α) θυμώνω πολύ, γίνομαι… … Dictionary of Greek
τουρκεύω — τούρκεψα, τουρκεμένος 1. αμτβ., γίνομαι Τούρκος, εξισλαμίζομαι, αλλαξοπιστώ: Φοβήθηκαν και τούρκεψαν. 2. μτβ., κάνω κάποιον Τούρκο, τον εξισλαμίζω: Τους Αρβανίτες τους τούρκεψαν. 3. αμτβ., υποδουλώνομαι στους Τούρκους: Η Πόλη τούρκεψε. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτουρκίζω — 1. μεταβάλλω κάποιον σε Τούρκο ή κάτι σε τουρκικό, ανθρώπους άλλης εθνικότητας μεταβάλλω σε Τούρκους 2. μέσ. εκτουρκίζομαι γίνομαι Τούρκος, τουρκεύω … Dictionary of Greek
τούρκεμα — το, Ν [τουρκεύω] 1. (κατά την τουρκοκρατία) η αλλαξοπιστία, η προσχώρηση στον μωαμεθανισμό, εκτουρκισμός 2. η κατάληψη περιοχών από τους Τούρκους … Dictionary of Greek
εκτουρκίζω — εκτούρκισα, εκτουρκίστηκα, εκτουρκισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε τουρκικό ή ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Τούρκους. 2. το μέσ., εκτουρκίζομαι τουρκεύω, γίνομαι Τούρκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)